Η «λαϊκή οργή» της μεσαίας τάξης

Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post

Ο γερουσιαστής Τζιμ Γουέμπ αρέσκεται να αναφέρεται στην οικογένεια της μητέρας του, η οποία ζούσε στο ανατολικό Αρκάνσας την εποχή της Μεγάλης Κρίσης και ήταν τόσο φτωχοί «που δεν είχαν κυριολεκτικά τίποτα». Ο Γουέμπ υποστηρίζει ότι το Κόμμα των Δημοκρατικών χτίστηκε γύρω από τέτοιους ανθρώπους, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι αδιαφορούσαν επιδεικτικά γι’ αυτούς. Κατόπιν, ο νεοεκλεγείς γερουσιαστής από τη Βιρτζίνια διαβάζει μερικούς στίχους από το «Τραγούδι του Νότου» του κάουντρι συγκροτήματος, Alabama: «Λοιπόν, κάποιος μας είπε ότι η Γουόλ Στριτ κατέρρευσε, αλλά ήμασταν τόσο φτωχοί που δεν καταλαβαίναμε το παραμικρό, το βαμβάκι ήταν κοντό και τα στάρια ψηλά και όμως ο κ. Ρούσβελντ θα μας έσωζε όλους».

Αυτή, ακριβώς, η λαϊκή οργή αποτελεί μέρος του παρελθόντος των Δημοκρατικών και ο Γουέμπ πιστεύει ακράδαντα ότι πρέπει να έχει θέση και στο μέλλον του κόμματος. Ο ίδιος, βέβαια, δηλώνει ότι οι άνθρωποι στην κορυφή της πυραμίδας των Δημοκρατικών δεν αντιλαμβάνονται την ισχύ του μηνύματος της λαϊκής οργής και ανησυχεί ότι θα χαθεί η μεγαλύτερη ευκαιρία επανασύνδεσης της παράταξης με την αμερικανική μεσαία τάξη.

«Οι Δημοκρατικοί πρέπει να δείξουν ότι έχουν κατανοήσει πως το μεγαλύτερο ζήτημα στην Αμερική είναι αυτό της οικονομικής δικαιοσύνης», λέει ο Γουέμπ. Ο ίδιος δηλώνει βέβαιος ότι οι Δημοκρατικοί θα θριαμβεύσουν στις εκλογές εφόσον στηρίξουν το πολιτικό τους πρόγραμμα σ’ ένα σχέδιο για την απόδοση οικονομικής δικαιοσύνης. Προς το παρόν, πάντως, ο Τζον Έντουαρντς, ο οποίος έχει ανάγει την οικονομική δικαιοσύνη σε ακρογωνιαίο λίθο της προεκλογικής του εκστρατείας, δεν έχει κατορθώσει να πείσει ότι ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος των Δημοκρατικών. Παρά ταύτα, αρκετά επιφανή στελέχη του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του πρώην υπουργού Οικονομικών, Λόρενς Σάμερς συμμερίζονται την άποψη του Γουέμπ.

Ο Τζιμ Γουέμπ προσπαθεί να εξοικιωθεί με το περιβάλλον του νέου του γραφείου στο κτίριο Ράσελ της Γερουσίας, όπου τον συνάντησα την περασμένη εβδομάδα. Εκφράζει απόψεις ικανές να εξαγριώσουν αρκετούς Δημοκρατικούς - δηλώνει υπέρμαχος της οπλοκατοχής και επικρίνει δημόσια τους φιλελεύθερους εκπροσώπους διάφορων συμφερόντων που κυριαρχούν στο εσωτερικό του κόμματος. Πολλοί θα αμφισβητήσουν αν είναι όντως Δημοκρατικός, δεδομένου ότι έχει διατελέσει στέλεχος της κυβέρνησης Ρέιγκαν. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν απέτρεψε την ηγεσία των Δημοκρατικών να επιλέξει τον Γουέμπ, προκειμένου να δώσει την απάντηση του κόμματος στην ομιλία προς το έθνος του προέδρου Μπους.

Ο Γουέμπ επαναλαμβάνει ότι η «λαϊκή οργή» αποτελεί το κλειδί της προεκλογικής εκστρατείας. Επιμένει ότι η οργή της μεσαίας τάξης, η οποία αισθάνεται παρατημένη από τις ελίτ των δύο μεγάλων κομμάτων, είναι μεγάλη. Η οργή αυτή γίνεται ορατή στα ζητήματα που απασχολούν την εργατική τάξη - μετανάστευση, αγορά εργασίας, εμπόριο και φορολογία. «Ο μέσος Αμερικανός εργαζόμενος, δέχεται, ανήμπορος να αντιδράσει, τον αντίκτυπο της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης», λέει. «Χρειάζονται ανθρώπους για να τους στηρίξουν», προσθέτει. Μολονότι αποφεύγει να κατονομάσει πολιτικούς, δεν κρύβει την απέχθεια του για την αποκαλούμενη «πτέρυγα Ρούμπιν» του κόμματος, η οποία υποστηρίζει την πολιτική προς όφελος των επενδύσεων που υιοθέτησε ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Κλίντον, Ρόμπερτ Ρούμπιν.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Γουέμπ επιχειρηματολογούσε περί της ξεχασμένης μεσαίας τάξης πολύ πριν ο Ντομπς πάρει το μήνυμα. Το 1995, ο Γουέμπ έγραψε το μανιφέστο με τίτλο «Προς Υπεράσπιση της Φυλής Τζόε Σιξ» στην Wall Street Journal. Υπερασπιζόταν από τότε τους λευκούς μεσοαστούς, το κατά κεφαλήν εισόδημα των οποίων έφθινε, τη στιγμή που οι πλούσιοι Αμερικανοί γίνονταν ακόμα πλουσιότεροι. Παράλληλα, όμως, ήταν μια επίθεση προς τον πρόεδρο Κλίντον και τους λοιπούς φιλελεύθερους της αμερικανικής ελίτ «οι οποίοι απήχαν από τη βρώμικη δουλειά της κοινωνίας όταν ήταν νέοι» και «οι οποίοι δημιούργησαν μια γραφειοκρατία ίσων ευκαιριών στον στρατό και στην κυβέρνηση, ακομά και στην βιομηχανία που θύμιζε την Σοβιετική Ένωση, με μοναδικό σκοπό να αναφέρονται στα ανώτατα κλιμάκια οι μη ορθές πολιτικές τοποθετήσεις».

Οσον αφορά το ζήτημα της οικονομικής δικαιοσύνης ουκ ολίγοι επιφανείς Δημοκρατικοί έχουν αρχίσει να συμμερίζονται τις απόψεις του Γουέμπ. Με πρόσφατη έκθεσή τους σχετικά με το σχέδιο Χάμιλτον του Ρούμπιν, ο Σάμερς και οι οικονομολόγοι Τζέισον Φούρμαν και Τζέισον Μπόρντοφ υποστηρίζουν με ισχυρά στοιχεία την ανάγκη αποκατάστασης της αναλογικότητας της φορολογίας ως προς το εισόδημα του πολίτη.

Η προεκλογική ατζέντα για την οικονομική δικαιοσύνη του Γουέμπ είναι ένας πολιτικός δυναμίτης με την καλή και την κακή έννοια. Μπορεί να συσπειρώσει τη μεσαία τάξη γύρω από τους Δημοκρατικούς, αλλά μπορεί να προσλάβει διαστάσεις δημαγωγίας και να οδηγήσει στον υπερπροστατευτισμό. Ωστόσο, ο Γουέμπ έχει σίγουρα δίκιο στο εξής: Η Αμερική εξελίσσεται σε μια κοινωνία όπου οι πλούσιοι λαμβάνουν ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι της πίτας του εθνικού εισοδήματος.

Η αποκήρυξη του επιχειρήματος περί οικονομικής δικαιοσύνης ως «πολέμου των τάξεων», όπως είθισται να κάνουν οι Ρεπουμπλικάνοι, μπορεί να μην αποφέρει αποτελέσματα αυτή τη φορά. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος που θα καταφέρει να χειριστεί σωστά και αποφεύγοντας τη δημαγωγία το ζήτημα της οικονομικής δικαιοσύνης θα συσπειρώσει όχι μόνον τους οπαδούς του κόμματος, αλλά και την ίδια τη χώρα.
kathimerini.

Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc

«Η Ελλάδα αισθάνεται αποκλεισμένη»