από τον ΣΚΑΙ
“Συνομιλώντας με τον εχθρό”
Πηγή: The Economist, επιμέλεια, Δημήτρης Θωμάς - 27/05/2008
Τσόρτσιλ, Ρούζβελτ και Στάλιν στη Γιάλτα
Όταν μίλησε στο Κοινοβούλιο του Ισραήλ, ο πρόεδρος Μπους “κατακεραύνωσε” αυτούς που “βολεύονται στην γλυκιά ζεστασιά της πολιτικής του κατευνασμού”, διαπραγματευόμενοι με τους τρομοκράτες και τους εξτρεμιστές της Μέσης Ανατολής. Ο Μπαράκ Ομπάμα υπέθεσε ότι τα πολιτικά πυρά είχαν τον ίδιο σαν στόχο και απάντησε, κατηγορώντας τον Τζορτζ Μπους αλλά και τον Τζον Μακέϊν, προεδρικό υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, για “πολιτική υποκρισία και πολιτική του φόβου”.
Πούτιν - το πρόσωπο της χρονιάς |
Το Ιανουάριο του 1991, στη Γενεύη, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών είχε απευθείας συνομιλίες με τον ιρακινό ομόλογο του, Τάρεκ Αζίζ, σκληροπυρηνικό συνεργάτη του Σαντάμ Χουσεϊν, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι στη φυλακή και δικάζεται για φόνο. Κανείς όμως δεν κατηγόρησε τον Τζέϊμς Μπέϊκερ ή τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, για πολιτική κατευνασμού. Και αυτό γιατί τότε οι Αμερικανοί δεν επέτρεψαν στο Ιράκ να προσαρτήσει το Κουβέϊτ που μόλις είχε καταλάβει, αλλά ζήτησαν από τον Τάρεκ Αζίζ την αποχώρηση των ιρακινών στρατευμάτων υπό την απειλή του πολέμου.
Υπάρχουν άραγε τόσο “κακοί” άνθρωποι, πολιτικοί οργανισμοί ή καθεστώτα, που μια απλή συνομιλία ή διαπραγμάτευση μαζί τους, να συνιστά πολιτικό αμάρτημα;. Η Βόρεια Κορέα, μια χώρα της οποίας, ο νυν δικτάτορας και ο γηραιός πατέρας του ευθύνονται για σφαγές, πολιτικά εγκλήματα αλλά και την λιμοκτονία του λαού τους, θα μπορούσε να εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία χωρών ή καθεστώτων. Αν είναι έτσι, τότε γιατί η κυβέρνηση του κυρίου Μπους, που “έριξε στην πυρά τους κατευναστές” επέτρεψε σε εκπροσώπους της να συνομιλούν και να διαπραγματεύονται για χρόνια με την Βόρεια Κορέα;
Αν τελικά ο Κιμ Γιονγκ Ιλ αποφασίσει να “εξουδετερώσει” το πυρηνικό του οπλοστάσιο και να συμμορφωθεί με τις επιταγές των διεθνών συμφωνιών, κανείς δεν πρόκειται να κατηγορήσει την κυβέρνηση Μπους για κατευνασμό. Αν λοιπόν αυτό ισχύει, γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες να μην συνομιλήσουν απευθείας με το Ιράν, όπως άλλωστε προτείνει ο Μπαράκ Ομπάμα; Ήδη αμερικανοί διπλωμάτες συνομιλούν με ιρανούς, αλλά μόνον για ζητήματα που αφορούν το Ιράκ.
Υπάρχουν όμως και οι ελιγμοί. Οι συνομιλίες με τον “εχθρό” δεν πρέπει ποτέ να αποκλείονται, αλλά κάποιες φορές η σχεδιασμένη παρακώλυση του πολιτικού διαλόγου μπορεί να αναγκάσει τον αντίπαλο να κάνει παραχωρήσεις πριν από την έναρξη των όποιων διπλωματικών συνομιλιών. Για χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ δεν δέχονταν να συνομιλήσουν με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης(PLO) πριν ο Γιασέρ Αραφάτ αποκηρύξει την “τρομοκρατία”. Τελικά το έπραξε.
Ίσως η ίδια τακτική ωθήσει την Χαμάς, την Χεζμπολάχ ή το Ιράν να εγκαταλείψουν τα δημόσια εκπεφρασμένα σχέδια τους για καταστροφή του κράτους του Ισραήλ. Μια τακτική όμως δεν αποτελεί διαπραγματευτική αρχή. Το να διαλέξεις την σωστή τακτική εξαρτάται από το πόσο θεωρεί σημαντικές ή όχι τις απευθείας συνομιλίες η άλλη πλευρά, αλλά και τι πολιτικό τίμημα είναι διατεθειμένη να πληρώσει. Το Ισραήλ πάντως βρίσκεται σε συνομιλίες με την Συρία, αλλά και με την Χαμάς, αλλά μέσω διαμεσολαβητών.
Ο κύριος Ομπάμα είναι αλήθεια ότι αντιμετωπίζει πολιτικά προβλήματα λόγω του υπαινιγμού του ότι ο ίδιος θα συνομιλούσε άμεσα και χωρίς όρους με τον πρόεδρο του Ιράν, Μαχμούτ Αχμαντινετζάντ, που αρνείται την ιστορική ύπαρξη του Ολοκαυτώματος. Αυτό θα αποτελούσε λανθασμένη διπλωματική τακτική. Προϋπόθεση για πολιτικές συνομιλίες σε αυτό το επίπεδο θα έπρεπε να είναι η διακοπή της διαδικασίας εμπλουτισμού ουρανίου από το Ιράν, σύμφωνα με τις εντολές του ΟΗΕ.
Οι πολιτικοί ηγέτες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ορισμένες φορές η άρνηση να συνομιλήσουν με άλλους ηγέτες για ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα, αποτελεί μια μορφή κατευνασμού. Πριν λίγες ημέρες, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Γκόρντον Μπράουν, αρνήθηκε να προσκαλέσει τον πνευματικό ηγέτη του Θιβέτ, Δαλάϊ Λάμα, στην Ντάουνινγκ Στριτ, αλλά τον συνάντησε στην κατοικία του ηγέτη της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Αυτή ήταν μια πραγματική κίνηση κατευνασμού της Κίνας και αποτελεί πολιτικό και διπλωματικό ολίσθημα.
Comments