«Πρέπει να μας ανησυχούν οι εξελίξεις στην Τουρκία;» Tου Θεοδωρου Κουλουμπη* Σε πρόσφατη επίσκεψή μου στην Τουρκία μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω, να συγκρίνω και να ταξινομήσω διάφορες απόψεις ατόμων με γνώση και πείρα στον πολιτικό και οικονομικό χώρο. Ολοι φυσικά επικέντρωσαν στη σοβαρή πολιτική κρίση που έχει πρόσφατα ξεσπάσει στη γειτονική μας χώρα. Ταξινόμησα τους συνομιλητές μου σε τρεις κατηγορίες: σχετικά απαισιόδοξους, απαισιόδοξους και επιφυλακτικά αισιόδοξους. Ευτυχώς, δεν άκουσα καταστροφολόγους ή κασσανδρικούς. Και οι τρεις τρόποι ανάλυσης αποδέχονται τη βασική παραδοχή ότι η κρίση είναι προϊόν του γεγονότος ότι ένα κόμμα που μόλις λίγους μήνες πριν εξασφάλισε το 47% της λαϊκής ψήφου, θεωρείται σήμερα (λόγω της αμφισβήτησης της νομιμότητάς του από τη δικαστική εξουσία) η «κουτσή πάπια» (lame duck) του τουρκικού πολιτικού συστήματος.Η πρώτη, επιφυλακτικά απαισιόδοξη, σχολή σκέψης θεωρεί ότι δεν μπορεί σήμερα να προβλέψει κανείς ποια θα είναι η έκβαση της διαδικασίας απονομιμοποίησης του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και 71 σημαντικών στελεχών του, μεταξύ των οποίων ο σημερινός πρωθυπουργός (Ταγίπ Ερντογάν) και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (Αμπντουλάχ Γκιουλ). Οι ημιαπαισιόδοξοι πιστεύουν ότι ο πραγματικός στόχος του τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι ο Ερντογάν, ο οποίος, όπως προβλέπουν, δεν θα δεχθεί να αποσυρθεί αμαχητί από την εξουσία. Οι ημιαπαισιόδοξοι θεωρούν ότι οι πιθανότητες είναι 50-50 και ότι το δικαστήριο θα προχωρήσει σε πλήρη ρήξη με τη δημοφιλή εκλεγμένη κυβέρνηση. Στη σκέψη τους, όμως, υπάρχει και ένα υπόστρωμα αισιοδοξίας που οφείλεται στη θετική συμπεριφορά της τουρκικής οικονομίας, η οποία εξακολουθεί να παραμένει ανέπαφη από την κλιμακούμενη αβεβαιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Για παράδειγμα τονίζουν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης διατηρούνται υγιέστατοι (7,5% το 2006 και 4,5% το 2007). Και αυτή η μικρή πτώση στους ρυθμούς αύξησης του εισοδήματος θεωρείται ότι είναι προϊόν της γενικότερης κρίσης που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία (αύξηση τιμής πετρελαίου και πτώση της τιμής του δολαρίου, η οποία προφανώς συμπαρασύρει και την τουρκική λίρα). Επισημαίνουν, επίσης, ότι η τουρκική οικονομία είναι πραγματικά υπολογίσιμη (ΑΕΠ $ 800 δισεκατομμυρίων, και όγκο εμπορίου $ 300 δισεκατομμυρίων αντιστοίχως). Συμπερασματικά, πιστεύουν ότι η μετακίνηση του πολιτικού ενδιαφέροντος σε καθαρά εσωτερικά θέματα –πολιτικά (κυρίως), αλλά και οικονομικά– θα μειώσει τις πιθανότητες πρωτοβουλιών στην εξωτερική πολιτική της χώρας τους σε σχέση με τη Ελλάδα και την Κύπρο. Στην περίπτωση της Κύπρου, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης (Μεχμέτ Αλί Ταλάτ) αναμένεται να τραβήξει το κουπί των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων χωρίς καθοριστικές παρεμβάσεις από την Αγκυρα, όπως είχε γίνει στην περίπτωση του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν το 2004.Η δεύτερη σχολή, της ανεπιφύλακτης απαισιοδοξίας, διαφέρει κυρίως ως προς το ποσοστό των πιθανοτήτων (γύρω στο 80%) μιας καταδικαστικής απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με στόχο να «κόψει το κεφάλι του φιδιού» που δεν είναι άλλο από αυτό του χαρισματικού πρωθυπουργού της Τουρκίας. Αφορμή της όλης κρίσης, σύμφωνα με τους απαισιόδοξους, δόθηκε από την άκρως αδέξια κίνηση του Ερντογάν να προχωρήσει στην άρση της απαγόρευσης χρήσης της μουσουλμανικής μαντίλας στα πανεπιστήμια και σε άλλους χώρους δημοσίων υπηρεσιών. Τα βαθύτερα, όμως, αίτια της αντιπαράθεσης Ερντογάν - Δικαστών μπορούν να εντοπιστούν σε καθαρά οικονομικούς λόγους. Εδώ συγκρούονται θα μπορούσε να πει κανείς οι παραδοσιακοί «παλαιοπλούσιοι» του κεμαλικού κατεστημένου από την εκκολαπτόμενη και δυναμική τάξη μικρομεσαίων «νεόπλουτων» που έχουν αναδειχθεί κάτω από τη φιλελεύθερη (μη παρεμβατική) ομπρέλα του πρώην ισλαμικού κόμματος της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η απαισιοδοξία στηρίζεται στην εκτίμηση ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο θα αποφασίσει με πολιτικά και όχι νομικά κριτήρια και τονίζεται ότι μόνο τέσσερις από τους έντεκα δικαστές του ανωτάτου δικαστικού οργάνου (που διορίστηκαν από τον πρώην, άκρως τυπολατρικό, πρόεδρο Αχμέτ Σέζερ) έχουν νομική προπαιδεία. Και φυσικά το κεμαλικό Σύνταγμα των Στρατιωτικών (1982) δεν προϋποθέτει την έγκριση των διορισμένων δικαστών από το Κοινοβούλιο. Μέχρις ότου ανακοινωθεί η απόφαση του δικαστηρίου, η οποία προβλέπεται να ληφθεί στις αρχές του φθινοπώρου, θα διατηρείται η αβεβαιότητα στην πολιτική σκηνή της γείτονος, και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε σπασμωδικές κινήσεις (λαϊκές συνάξεις) και τελικά την απρόθυμη, αλλά δυνητικά υπαρκτή, επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων για να λύσουν τον γόρδιο δεσμό.Η τρίτη, μια επιφυλακτικά αισιόδοξη άποψη, αντικατοπτρίζει την τοποθέτηση της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης. Κατά τη γνώμη των φιλοκυβερνητικών, οι δικαστές, π.χ με ψήφους 6 στους 11, μπορούν απλά να επιβάλλουν ένα μεγάλο χρηματικό πρόστιμο, χωρίς να προχωρήσουν στην κατάργηση του κόμματος και του πρωθυπουργού της χώρας, με όλες τις επώδυνες συνέπειες που μια κατάργηση συνεπάγεται. Παρεμπιπτόντως, απαιτείται πλειοψηφία τουλάχιστον 7/11 για να προχωρήσει το δικαστήριο στο «κλείσιμο» του κυβερνώντος κόμματος. Εδώ τονίζουν οι κυβερνητικοί ότι οι κεμαλικές σκοπιμότητες μπορεί να επηρεαστούν από τον υπολογισμό, ότι ενώ οι 71 αποκλεισμένοι θα στερούνται την δυνατότητα συγκρότησης νέων κομμάτων ή συμμετοχής σε υπάρχοντα κόμματα, θα έχουν το δικαίωμα να θέτουν υποψηφιότητα και να εκλέγονται ως ανεξάρτητα μέλη του τουρκικού Κοινοβουλίου. Το κεντρικό επιχείρημα των φιλοκυβερνητικών κύκλων συνοψίζεται ως εξής: στα θετικά της σημερινής κυβέρνησης πρέπει να πιστωθεί η υπεύθυνη συμπεριφορά της στους χειρισμούς εξωτερικής πολιτικής (ραγδαίες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται από τα ενταξιακά κριτήρια της Κοπεγχάγης, Κυπριακό, Ελληνοτουρκικά και, κυρίως, η αντιμετώπιση του Κουρδικού προβλήματος με ήπια μέσα). Δύο σοβαρότατα επίσης επιχειρήματα της κυβερνητικής παράταξης είναι ότι η διαιώνιση της κρίσης μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις για την τουρκική οικονομία, καθώς και να κλείσει –ίσως οριστικά– τον δρόμο που οδηγεί την Τουρκία στις Βρυξέλλες.Πριν κλείσουμε, αξίζει να θέσουμε για άλλη μία φορά το ερώτημα «τι μας συμφέρει να συμβεί στην Τουρκία;» Οι Ελληνες (στοχαστές και χειριστές) που υιοθετούν τις αρχές του μακροχρόνιου αγώνα, και του λεγόμενου μηδενικού αθροίσματος, θα μας πουν «όσο χειρότερα γι’ αυτούς, τόσο καλύτερα για μας». Αντικατοπτρίζει αυτός ο τρόπος σκέψης μια μοιρολατρική αποδοχή του αναπόφευκτου της σύγκρουσης αρχών και συμφερόντων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Προδίδει, επίσης, ένα στατικό τρόπο σκέψης που αποκλείει αλλαγές στις δομές των σχέσεων των δύο χωρών που συντελούνται (ή έχουν ήδη συντελεστεί) με την οικονομική ανάπτυξη και τον κοινωνικοπολιτικό εκσυγχρονισμό των γειτόνων μας. Απλώς, αποκλείουν την εκδοχή ότι ο ιστορικός συμβιβασμός –που έγινε ανάμεσα σε παραδοσιακούς εχθρούς, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– μπορεί να επαναληφθεί και στην περιοχή μας. Ευτυχώς, στην πλειονότητά τους, οι Ελληνες αντιλαμβάνονται, ιδίως μετά το 1999, ότι η σταθερότητα, η οικονομική επάρκεια και ο εκδημοκρατισμός στη γείτονα μπορεί να επιτρέψουν τη διατήρηση του κλίματος ύφεσης, την αύξηση στους ρυθμούς οικονομικής αλληλεξάρτησης (εμπόριο, επενδύσεις), και την αποφόρτιση των αντιπαραθέσεων που τόσο έχουν ταλαιπωρήσει τις δύο χώρες τα τελευταία 53 χρόνια.* Ο Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ. [Photo]

Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc

«Η Ελλάδα αισθάνεται αποκλεισμένη»