Η απαγόρευση της μαντίλας Κύριε Διευθυντά Στο φύλλο της «Καθημερινής» της 5-04-2008 δημοσιεύεται άρθρο του κ. Γ. Κτιστάκι με τίτλο «Η ισλαμική καλύπτρα και η Τουρκία», που υπεραμύνεται της πρότασης απαγόρευσης του να φορούν οι δασκάλες μαντίλα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν είναι ωστόσο διόλου σαφές σε ποιο πλαίσιο ο συγγραφέας τοποθετεί την πρόταση αυτή. Στην περίπτωση της Τουρκίας, το επιχείρημα αυτό αντανακλά τους φόβους των κεμαλιστών ότι το να επιτρέπεται στις γυναίκες να φορούν μαντίλα κατά την εργασία τους στο Δημόσιο, είναι το τελικό προστάδιο της μετατροπής της τουρκικής κοινωνίας, από το συντηρητικό ισλαμιστικό κίνημα, από κοσμική σε ισλαμική. Ωστόσο, αυτό που συνήθως δεν λέγεται είναι ότι η Τουρκία έχει πάψει να αποτελεί ένα αμιγώς κοσμικό κράτος, ιδίως μετά το 1980, αφ' ότου η στρατιωτική χούντα αρχικά και, στη συνέχεια, οι μετέπειτα κεντροδεξιές κυβερνήσεις -και όχι κάποιο ισλαμικό κόμμα- επέβαλαν μια τουρκο-ισλαμική σύνθεση. Ετσι λ.χ. η υποχρεωτική διδασκαλία θρησκευτικών στο σχολείο ήταν έργο του Εβρέν ενώ η αύξηση των τζαμιών έγινε την περίοδο διακυβέρνησης των Ντεμιρέλ και Τσιλέρ. Συνεπώς, είναι μάλλον αφελές να ισχυρίζεται κανείς ότι τέτοιες απαγορεύσεις γίνονται στο όνομα της προστασίας ενός κοσμικού κράτος. Οι φόβοι σχετικά με τη μαντίλα ως το απόλυτο σύμβολο του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία πρέπει να γίνονται αντιληπτοί περισσότερο ως αποτέλεσμα της κρίσης του εκμοντερνιστικού της προγράμματος παρά ως μια ρεαλιστική πρόταση με όραμα για το μέλλον. Η συζήτηση προφανώς αλλάζει όταν μιλάμε για ευρωπαϊκές χώρες με μεγάλες κοινότητες μουσουλμάνων, όπως η Γαλλία -πολλώ δε μάλλον θα άλλαζε για την Ελλάδα της «επικρατούσας θρησκείας». Η επιλογή της Γαλλίας να απαγορεύσει τη χρήση θρησκευτικών συμβόλων στο Δημόσιο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να δικαιώσει την Τουρκία όσον αφορά την απαγόρευση της μαντίλας στο πανεπιστήμιο δεν είναι ούτε αναγκαστικά ορθή ούτε και φαίνεται να έχει λύσει κάποιο πρόβλημα. Εξ άλλου η μειοψηφία του Δικαστηρίου θεώρησε ότι «μόνο η μαντίλα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται με τον φονταμενταλισμό, είναι δε ζωτικής σημασίας να διακρίνουμε μεταξύ αυτών που φορούν μαντίλα και των εξτρεμιστών που θέλουν να την επιβάλουν». Είναι πλέον κοινός τόπος ότι στις δυτικές χώρες το Ισλάμ συνδέεται όλο και περισσότερο και τελικά συγχέεται με μία αόρατη, μεταφυσική «απειλή», ώστε να δικαιώνονται έτσι τέτοιου είδους απαγορεύσεις. Στον ευρωπαϊκό πολιτικό λόγο το Ισλάμ όλο και περισσότερο συνδέεται με θέματα βίας και αντιτρομοκρατικών πολιτικών. Οπως όμως ορθά επισήμανε το Ευρωπαϊκό Γραφείο EUMC, «οι μουσουλμάνες γυναίκες αποτελούν το επίκεντρο θερμού δημόσιου διαλόγου σχετικά με τον ρόλο της θρησκείας, της παράδοσης και της μοντερνικότητας, την κοσμικότητα και τη χειραφέτηση, και συχνά απομονώνονται ως θύματα καταπίεσης που αποδίδεται στο Ισλάμ. Το πλέον ορατό σύμβολο της γυναικείας μουσουλμανικής ταυτότητας, η μαντίλα, ερμηνεύεται συχνά ως σημάδι ανισότητας των φύλων και χρησιμοποιείται περιστασιακά ως δικαιολόγηση του κοινωνικού αποκλεισμού αγνοώντας τις πολλαπλές πολιτιστικές διαστάσεις της». Ετσι, το Ισλάμ αναδεικνύεται μέσα από τα σύμβολά του, ιδίως τα τελευταία χρόνια, μια ξεχωριστή από τις άλλες θρησκείες εξαιρετική περίπτωση, που χρήζει ειδικής προσοχής και καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων. Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ τελικά τα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνουν κατ' αρχήν και κάθε άλλο θρησκευτικό σύμβολο (π.χ. σταυρό, κιπά κτλ.), καμία άλλη θρησκευτική κοινότητα δεν (θεωρεί ότι) βάλλεται, στη δε κοινωνική συνείδηση ως «απειλή/πρόβλημα» δεν καταγράφεται η αφηρημένη έννοια «θρησκευτικό σύμβολο» αλλά το συγκεκριμένο θρησκευτικό σύμβολο «μαντίλα». Το ερώτημα λοιπόν είναι: Γιατί δεν θέλουμε δασκάλα με μαντίλα; Εάν ο λόγος είναι ότι «οι μαθητές του δημοτικού είναι επιρρεπείς στη μίμηση της δασκάλας τους», όπως ισχυρίζεται ο κ. Κτιστάκις, η αμέσως επόμενη ερώτηση είναι γιατί αυτό είναι πρόβλημα; Εάν ο δάσκαλος ήταν καπνιστής ή ομοφυλόφιλος θα θεωρούσαμε νόμιμη την απαγόρευση μπροστά σε έναν κίνδυνο να τον μιμηθούν τα παιδιά μας; Είναι σαφές ότι τίθεται ένα ζήτημα αναζήτησης κριτηρίων και ιεράρχησής τους. Ποιο λοιπόν το κριτήριο της συγκεκριμένης απαγόρευσης και ποιο το όριό της; Γιατί επιλέγουμε τη μαντίλα και όχι κάτι άλλο; Πόσο «κοσμικό» και «ουδέτερο» είναι ένα κράτος το οποίο επιλέγει οι πολίτες του να μη βλέπουν σε θέσεις-πρότυπα μουσουλμάνους; Εάν η συγκεκριμένη δασκάλα βγάλει τη μαντίλα πριν μπει στην αίθουσα, πέρα από το οπτικό αποτέλεσμα, τι θα αλλάξει στη διδασκαλία της; Η απάντηση είναι απλή: τίποτα. Συνεπώς, δεν είναι η μαντίλα ως ένδυμα που ενοχλεί αλλά η βαθύτατη προκατάληψη ότι όποια τη φοράει είναι φορέας ιδεών «κακών» για εμάς και τα παιδιά μας. Ισως λοιπόν θα ήταν ευκολότερο, ή τουλάχιστον ειλικρινέστερο, να το ορίσουμε θετικά: Στην περίπτωση της Γαλλίας, δάσκαλοι γίνονται μόνο Γάλλοι καθολικοί χριστιανοί με δύο παιδιά. Είναι μάλλον προφανές πως βγάζοντας κάθε διαφοροποιητικό στοιχείο από το σχολείο, κάθε έκφραση ιδιαιτερότητας θρησκευτικής ή άλλης στο όνομα μιας γαλλικού τύπου αφηρημένης ιδιότητας του πολίτη χωρίς περαιτέρω προσδιοριστικά στοιχεία, αλλά και μιας σχολικής εκπαίδευσης δήθεν ουδέτερης και απαλλαγμένης από ηθικά και ιδεολογικά προτάγματα, απλώς ενισχύεται το κυρίαρχο σε κάθε χώρα μοντέλο, ένα μοντέλο εικονικής ομοιογένειας. Και τελικά ποια είναι η κατάλληλη ηλικία για ένα πρόσωπο να έρθει σε επαφή με τον «άλλο» και πόσο ανοιχτός θα είναι κάποιος απέναντι σε αυτόν, όταν το ίδιο το κράτος του τον έχει μέχρι τότε «απαγορεύσει»; Η απαγόρευση στη δασκάλα να φοράει μαντίλα συνιστά διάκριση σε βάρος της λόγω θρησκείας. Στο όνομα «των δικαιωμάτων των γυναικών» ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός θεωρώντας τη μουσουλμάνα γυναίκα θύμα διάκρισης λόγω φύλου, έρχεται απλώς να πολλαπλασιάσει τις διακρίσεις σε βάρος της επιβάλλοντας σε αυτήν μία ακόμα απαγόρευση. Τελικά, ο φονταμενταλισμός δεν χρειάζεται να φοράει μαντίλα. Μεριτς Οζγκιουνε - πολιτικός επιστήμων, Κλειω Παπαπαντολεοντος - δικηγόρος Υψηλά κτίρια... Κύριε διευθυντά Λόγω απουσίας μου εκτός Ελλάδος, πληροφορήθηκα από φίλους και συνεργάτες μου ότι στο φύλλο της 2ας Απριλίου δημοσιεύθηκε επιστολή του έγκριτου συναδέλφου μου κ. Α. Αντωνιάδη, που κατηγορεί τα υψηλά κτίρια ως εγκλήματα. Πιστεύω ότι σφάλει εις μέγεθος των υψηλών κτιρίων. Δεν μας δίδει καμιά εξήγηση, ως θα όφειλε, διά να καταλάβουμε και εμείς, καθώς και το κοινό της εφημερίδας σας. Ελπίζω η άχαρη αυτή διαφορά αντιλήψεων να σταματήσει εδώ, διότι δεν οδηγεί πουθενά. Γιαννης Βικελας / Αθήνα Θλιβερή ανάμνηση Κύριε διευθυντά Διαβάζοντας (σήμερα, 21-5-08) στο «Σχόλιο», το «Μύθος, πείσμα και Ιστορία» του κ. Αλέξη Παπαχελά, ήμουνα περίεργη αν θα αναφερθεί στην αίτηση του Μακαρίου, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, λίγο πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, για επέμβαση των εγγυητριών δυνάμεων. Ο κ. Αλέξης Παπαχελάς, έμπειρος δημοσιογράφος, αναφέρθηκε στο θέμα. Η περιέργειά μου ήταν μια μάλλον θλιβερή ανάμνηση, από μια συζήτηση με ένα σημαντικό στέλεχος της διπλωματίας μας στις ΗΠΑ, ο οποίος αγνοούσε τελείως την παρουσία του Μακαρίου στον ΟΗΕ και την αίτηση επεμβάσεως. Η συζήτηση έγινε αρκετό καιρό μετά την εισβολή στην Κύπρο, αλλά η άγνοια και η επιμονή του διπλωματικού μας, ότι η αίτηση της επεμβάσεως των εγγυητριών δυνάμεων δεν έγινε ποτέ, ήταν μια θλιβερή διαπίστωση ότι υστερούμε σε πολλά. Αμαλια Κ. Γερακανακη / Αθήνα Υποβάθμιση περιβάλλοντος Κύριε διευθυντά Παρακολουθώ την προσπάθεια της «Καθημερινής» με τα δημοσιεύματά της να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο σε θέματα περιβάλλοντος, να τον κάνει να αγαπήσει και τελικά να σέβεται τη φύση. Τη ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος την αποδίδουμε συνήθως στις λαθεμένες επιλογές ή στη συνειδητή αδιαφορία των κεντρικών εξουσιών, όπου συνήθως τα κίνητρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τεράστια οικονομικά συμφέροντα. Ας δούμε όμως και τις ευθύνες ημών των πολιτών στην καθημερινότητά μας. Προσπερνώντας τις πρακτικές μας που έχουν σχέση με τα σκουπίδια, την ανακύκλωση, τα κουρελοπανό, τις κολλημένες και ταλαιπωρημένες από τον καιρό αφίσες παντού, όπου μπορεί να φανταστεί κανείς, τα κάθε είδους γκράφιτι σε κτίρια, μνημεία κ.λπ., έρχομαι σε κάτι συγκεκριμένο και συμβολικό, αλλά απολύτως ενδεικτικό μιας νοοτροπίας. Στον περιβάλλοντα χώρο -κήπο μικρής πολυκατοικίας πέντε διαμερισμάτων, όπου κατοικώ και που έχω ανεγείρει ο ίδιος το 1981- υπάρχουν εδώ και είκοσι πέντε χρόνια δύο ωραίες πανύψηλες λεύκες. Η πλειοψηφία των ιδιοκτητών -τρεις άνθρωποι- αποφάσισε ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια να τις κόψει. Ποιος θα μπορέσει να εμποδίσει αυτό το προμελετημένο έγκλημα; Οι «αρμόδιες» υπηρεσίες του δήμου δηλώνουν αναρμοδιότητα να επέμβουν. Με αυτή τη νοοτροπία, δικαιούμεθα να παραπονούμεθα για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και να αιτιώμεθα την «κακή κεντρική εξουσία»; Δημητρης Αλεξανδρακης - Πολιτικός Μηχανικός / Χαλάνδρι Επώδυνη ιστορία του Κυπριακού Κύριε διευθυντά Αλγεινή εντύπωση μεταξύ των Ελλήνων διπλωματών προξένησαν οι χαρακτηρισμοί και οι υπαινιγμοί που μετέρχεται ο επιστολογράφος σας κ. Πάτροκλος Σταύρου («Καθημερινή» 16/5/08) σε ό,τι αφορά εκτιμήσεις του πρέσβη κ. Βύρωνα Θεοδωρόπουλου για το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στην κρίσιμη περίοδο 1963 - 1974. Ολοι όσοι μετείχαν, πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατιωτικοί, στην επώδυνη ιστορία του Κυπριακού έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να καταθέτουν την άποψή τους. Ο πρέσβης κ. Β. Θεοδωρόπουλος αυτό ακριβώς έπραξε με το εξαίρετο ήθος και τη βαθιά συναίσθηση ευθύνης που διακρίνουν τη μακρά του πορεία ως Ελληνα διπλωμάτη. Ουδείς υποχρεωμένος να συμφωνήσει με τις εκτιμήσεις του. Θεμιτές, ακόμη, και οι διαφορές απόψεων για συγκεκριμένα γεγονότα. Αλλωστε, η αλήθεια ουδενός είναι μονοπώλιο, αλλά ακριβώς προκύπτει από την αντιπαράθεση και την τριβή διαφορετικών αντιλήψεων, προσεγγίσεων, εκτιμήσεων και αναμνήσεων. Ισχυρίζεται, όμως, ο κ. Πάτροκλος Σταύρου ότι «ο κ. Βύρωνας Θεοδωρόπουλος δεν κάνει απλώς λάθη, είναι λάθος ο ίδιος». «Σκέπτεται» -επίσης ο κ. Σταύρου- «τώρα αναδρομικώς σε ποιου ή ποιων τα χέρια κάποτε πέσαμε». Και άλλα, ων ουκ έστι αριθμός... Η δίκη προθέσεων και οι επιθέσεις ad hominem δεν συνιστούν εργαλεία αναζήτησης της αλήθειας, για την οποία θέλουμε να πιστεύουμε ότι ενδιαφέρεται ο κ. Σταύρου. Αλλά ούτε και η υπεράσπιση των ιδίων των πεπραγμένων του υπηρετείται από τους χαρακτηρισμούς που εμπεριέχει και τις μεθόδους που μετέρχεται η επιστολή του «υφυπουργού παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας για τριάντα χρόνια». Χαρακτηρίζοντας «λάθος τον ίδιο» τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, ο κ. Σταύρου εντάσσει, ανενδοίαστα, εαυτόν στα ορθώς κείμενα της Ιστορίας. Και όμως, η σημερινή κατάληξη του Κυπριακού επιβάλλει σεμνότητα και μετριοφροσύνη για όσα δεινά ούτε και ο -επί 30ετία εμπλεκόμενος στα κυπριακά κυβερνητικά αξιώματα και πράγματα- κ. Πάτροκλος Σταύρου μπόρεσε, δυστυχώς, να αποτρέψει. Γεωργιος Αϋφαντης - Σύμβουλος Πρεσβείας Α΄ - Υπεύθυνος Επικοινωνίας της Ενωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων |
Comments