«Αδειασμα» στον Γκρούεφσκι μέσω Τίτο
Το γιουγκοσλαβικό ΥΠΕΞ απαντούσε στη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» ότι είναι νομικά αβάσιμη η διεκδίκηση των περιουσιών
Του Σταυρου Τζιμα
«Mεγάλος αριθμός προσφύγων από τη Μακεδονία του Αιγαίου εγκατέλειψε την περιουσία του στην Ελλάδα και οι ελληνικές αρχές είτε μέσω καταδικαστικών αποφάσεων είτε μέσω ειδικών διατάξεων, όπως είναι το Νομοθετικό Διάταγμα Περί Επανοικήσεως των Παραμεθόριων Περιοχών δήμευσαν την περιουσία αυτή προς όφελος του ελληνικού Δημοσίου. Ωστόσο, δεν υφίσταται νομική βάση για έγερση απαιτήσεων από την πλευρά μας και τούτο γιατί:
α) Σε ό,τι αφορά τους πρόσφυγες που δεν αποδέχθηκαν την υπηκοότητά μας, επ’ ουδενί δεν νομιμοποιούμαστε να εγείρουμε εν ονόματί τους τέτοιες απαιτήσεις και από θέση αρχής πρέπει να αποκλείσουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
β) Σε ό,τι φορά στους πρόσφυγες που αποδέχθηκαν την υπηκοότητά μας, με την έγερση απαιτήσεων εν ονόματί τους θα παραβιάζαμε την αρχή σύμφωνα με την οποία το κράτος δεν έχει δικαίωμα να παρέχει νομική συνδρομή στους πολίτες του για ζητήματα που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα που εκείνοι δεν ήταν πολίτες του…».
Καθώς η ηγεσία της ΠΓΔΜ κατέστησε από τις αρχές της εβδομάδας με ψήφισμα της Βουλής επίσημη πολιτική των Σκοπίων τη διεκδίκηση περιουσιών στην Ελλάδα, προσφύγων που στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου κατέφυγαν στη γείτονα, επίσημα γιουγκοσλαβικά έγγραφα, όπως το προαναφερόμενο, που έρχονται στο φως από τα αρχεία του Βελιγραδίου, αποκαλύπτουν ότι από εκείνη την εποχή ακόμη η Γιουγκοσλαβία θεωρούσε ότι δεν υπάρχει νομική βάση για έγερση τέτοιων απαιτήσεων.
Γνωμάτευση
Καταλήγοντας, η παραπάνω γνωμάτευση του Νομικού Συμβουλίου του ΥΠΕΞ προς την κυβέρνηση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» που συμπεριλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδων με τίτλο «Το Μακεδονικό στα Ξένα Αρχεία-απόρρητα έγγραφα Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας (1950-1967)», της συνιστά «να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό πρωτίστως από πολιτική και όχι νομική σκοπιά επισημαίνοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο με το να θέσουμε το θέμα της αποζημίωσης για την περιουσία τους θα σήμαινε ταυτόχρονα ότι έχουμε αποδεχθεί ότι αυτοί θα παραμείνουν σ’ εμάς και στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται οι Ελληνες να αποδεχθούν συζήτηση για την καταβολή αποζημίωσης για την περιουσία τους και να εξαλείψουν ένα σημαντικό γι’ αυτούς ζήτημα».
Οι περιουσίες των «Αιγαιατών προσφύγων», όπως προκύπτει και από την παρέμβαση της νομικής υπηρεσίας του γιουγκοσλαβικού ΥΠΕΞ, ήταν από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ακόμη ένα αγκάθι για τη γιουγκοσλαβική διπλωματία που αντιμετώπιζε το δίλημμα: από τη μια πλευρά θέτοντας το ζήτημα της επιστροφής των προσφύγων ακύρωνε το αίτημα για την καταβολή από το ελληνικό κράτος αποζημίωσης για τις περιουσίες τους. Από την άλλη προβάλλοντας το αίτημα των αποζημιώσεων για τα περιουσιασκά στοιχεία των «Αιγαιατών» αποδεχόταν ουσιαστικά την οριστική εγκατάστασή τους στην επικράτεια του γιουγκοσλαβικού κράτους.
Απαντώντας η κυβέρνηση των Σκοπίων σε άκρως απόρρητο έγγραφό της παραδέχθηκε τις νομικές δυσκολίες που ανέκυπτε, πλην όμως έκρινε σκόπιμη τη γιουγκοσλαβική παρέμβαση για πολιτικούς λόγους με στόχο την ακύρωση στην πράξη των μέτρων της ελληνικής κυβέρνησης που κατά την άποψή της αποσκοπούσαν στην ολοκληρωτική αφομοίωση της «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα.
Αναφέρουν μεταξύ άλλων στο εγγραφό τους προς το Βελιγράδι τα Σκόπια. «Θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να τεθεί στην ελληνική κυβέρνηση ακόμη και αν οι προσπάθειές μας δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, επειδή πρόκειται για ένα από τα συγκεκριμένα ζητήματα στο οποία μπορούμε μεταξύ άλλων να αμφισβητήσουμε σοβαρά την πεποίθηση της ελληνικής πολιτικής ότι το ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας στην ολότητά του θα επιλυθεί όπως εκείνη επιθυμεί, απλά όταν της δοθεί ο απαραίτητος χρόνος.
Σύμφωνα με απόρρητη έκθεση των γιουγκοσλαβικών αρχών που συντάχθηκε το 1951 (DAMSPS, PA, 1951, Fascikla 29, dosije 21, signatura 419307) η προσφυγική ομάδα στη ΛΔΜ σχηματίστηκε μετά εξι αλλεπαλληλα προσφυγικά κύματα.
Προσφυγικά κύματα
- Το πρώτο κατά το διάστημα 1941-1944 όταν η περιοχή τελούσε υπό βουλγαρική κατοχή και επρόκειτο για πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Μοναστηρίου. Είχαν κατά κύριο λόγο φιλοβουλγαρικό προσανατολισμό και ήταν συνεργάτες των Γερμανών και των Βουλγάρων στη διάρκεια της Κατοχής.
- Το δεύτερο προσφυγικό κύμα τοποθετείται στα μέσα του 1944 έως τις αρχές του 1945 και επρόκειτο για αντάρτες του τάγματος Γκότση και του Πέγιοφ, αλλα και εκείνους που διέφυγαν μεσούσης της «λευκής τρομοκρατίας» στη διάρκεια του 1945.
- Το τρίτο κύμα μετοίκησε στη ΛΔΜ στα τέλη του 1946 και στις αρχές του 1947. Ηταν άτομα που κατάγονταν από την Ανατολική Μακεδονία και είχαν εγκατασταθεί στη Βουλγαρία κατά την Κατοχή ή άτομα που είχαν συναργαστεί με τις βουλγαρικές κατοχικές αρχές στην Ελλάδα και τα οποία φοβούμενα τα αντίποινα των ελληνικών ενόπλων ομάδων, είχαν ακολουθήσει τον βουλγαρικό στρατό μετά την αποχώρησή του απο την ελληνική επικράτεια και στη συνέχεια ματοίκησαν στη ΛΔΜ.
- Το τέταρτο κύμα αφορούσε στους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην ΛΔΜ κατά τα έτη 1947 και 1948, εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών που επικρατούσαν στην Ελλάδα του εμφυλίου πολέμου.
- Στο πέμπτο κύμα προσφυγων κατατάσσονταν οι «μακεδονικής εθνότητας μαχητές του ΔΣΕ» οι οποίοι διαφώνησαν με την τακτική του ΚΚΕ και την επίθεση της Κομινφόρμ στη Γιουγκοσλαβία και αποχώρησαν από την Ελλάδα τη διετία 1948-1949.
- Το έκτο προσφυγικό κύμα αφορούσε τους μαχητές του ΔΣΕ που κατέφυγαν στη ΛΔΜ μετά τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων. Στην έκθεση διευκρινίζεται ότι από τον συνολικό αριθμό των 28.595 ατόμων που κατέφυγαν σε γιουγκοσλαβικό έδαφος η συντριπτική πλειονότητα αυτών αποτελείτο από «Αιγαιάτες» και οι υπόλοιποι ήσαν Ελληνες. Ενα μεγάλο μέρος των τελευταίων, γύρω στους 4.000 αποχώρησαν απο τη γιουγκοσλαβική επικράτεια μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν με αποτέλεσμα να παραμείνουν στη Γιουγκοσλαβία 24.595 πρόσφυγες.
kathimerini.
Το γιουγκοσλαβικό ΥΠΕΞ απαντούσε στη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» ότι είναι νομικά αβάσιμη η διεκδίκηση των περιουσιών
Του Σταυρου Τζιμα
«Mεγάλος αριθμός προσφύγων από τη Μακεδονία του Αιγαίου εγκατέλειψε την περιουσία του στην Ελλάδα και οι ελληνικές αρχές είτε μέσω καταδικαστικών αποφάσεων είτε μέσω ειδικών διατάξεων, όπως είναι το Νομοθετικό Διάταγμα Περί Επανοικήσεως των Παραμεθόριων Περιοχών δήμευσαν την περιουσία αυτή προς όφελος του ελληνικού Δημοσίου. Ωστόσο, δεν υφίσταται νομική βάση για έγερση απαιτήσεων από την πλευρά μας και τούτο γιατί:
α) Σε ό,τι αφορά τους πρόσφυγες που δεν αποδέχθηκαν την υπηκοότητά μας, επ’ ουδενί δεν νομιμοποιούμαστε να εγείρουμε εν ονόματί τους τέτοιες απαιτήσεις και από θέση αρχής πρέπει να αποκλείσουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
β) Σε ό,τι φορά στους πρόσφυγες που αποδέχθηκαν την υπηκοότητά μας, με την έγερση απαιτήσεων εν ονόματί τους θα παραβιάζαμε την αρχή σύμφωνα με την οποία το κράτος δεν έχει δικαίωμα να παρέχει νομική συνδρομή στους πολίτες του για ζητήματα που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα που εκείνοι δεν ήταν πολίτες του…».
Καθώς η ηγεσία της ΠΓΔΜ κατέστησε από τις αρχές της εβδομάδας με ψήφισμα της Βουλής επίσημη πολιτική των Σκοπίων τη διεκδίκηση περιουσιών στην Ελλάδα, προσφύγων που στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου κατέφυγαν στη γείτονα, επίσημα γιουγκοσλαβικά έγγραφα, όπως το προαναφερόμενο, που έρχονται στο φως από τα αρχεία του Βελιγραδίου, αποκαλύπτουν ότι από εκείνη την εποχή ακόμη η Γιουγκοσλαβία θεωρούσε ότι δεν υπάρχει νομική βάση για έγερση τέτοιων απαιτήσεων.
Γνωμάτευση
Καταλήγοντας, η παραπάνω γνωμάτευση του Νομικού Συμβουλίου του ΥΠΕΞ προς την κυβέρνηση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» που συμπεριλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδων με τίτλο «Το Μακεδονικό στα Ξένα Αρχεία-απόρρητα έγγραφα Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας (1950-1967)», της συνιστά «να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό πρωτίστως από πολιτική και όχι νομική σκοπιά επισημαίνοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο με το να θέσουμε το θέμα της αποζημίωσης για την περιουσία τους θα σήμαινε ταυτόχρονα ότι έχουμε αποδεχθεί ότι αυτοί θα παραμείνουν σ’ εμάς και στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται οι Ελληνες να αποδεχθούν συζήτηση για την καταβολή αποζημίωσης για την περιουσία τους και να εξαλείψουν ένα σημαντικό γι’ αυτούς ζήτημα».
Οι περιουσίες των «Αιγαιατών προσφύγων», όπως προκύπτει και από την παρέμβαση της νομικής υπηρεσίας του γιουγκοσλαβικού ΥΠΕΞ, ήταν από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ακόμη ένα αγκάθι για τη γιουγκοσλαβική διπλωματία που αντιμετώπιζε το δίλημμα: από τη μια πλευρά θέτοντας το ζήτημα της επιστροφής των προσφύγων ακύρωνε το αίτημα για την καταβολή από το ελληνικό κράτος αποζημίωσης για τις περιουσίες τους. Από την άλλη προβάλλοντας το αίτημα των αποζημιώσεων για τα περιουσιασκά στοιχεία των «Αιγαιατών» αποδεχόταν ουσιαστικά την οριστική εγκατάστασή τους στην επικράτεια του γιουγκοσλαβικού κράτους.
Απαντώντας η κυβέρνηση των Σκοπίων σε άκρως απόρρητο έγγραφό της παραδέχθηκε τις νομικές δυσκολίες που ανέκυπτε, πλην όμως έκρινε σκόπιμη τη γιουγκοσλαβική παρέμβαση για πολιτικούς λόγους με στόχο την ακύρωση στην πράξη των μέτρων της ελληνικής κυβέρνησης που κατά την άποψή της αποσκοπούσαν στην ολοκληρωτική αφομοίωση της «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα.
Αναφέρουν μεταξύ άλλων στο εγγραφό τους προς το Βελιγράδι τα Σκόπια. «Θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να τεθεί στην ελληνική κυβέρνηση ακόμη και αν οι προσπάθειές μας δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, επειδή πρόκειται για ένα από τα συγκεκριμένα ζητήματα στο οποία μπορούμε μεταξύ άλλων να αμφισβητήσουμε σοβαρά την πεποίθηση της ελληνικής πολιτικής ότι το ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας στην ολότητά του θα επιλυθεί όπως εκείνη επιθυμεί, απλά όταν της δοθεί ο απαραίτητος χρόνος.
Σύμφωνα με απόρρητη έκθεση των γιουγκοσλαβικών αρχών που συντάχθηκε το 1951 (DAMSPS, PA, 1951, Fascikla 29, dosije 21, signatura 419307) η προσφυγική ομάδα στη ΛΔΜ σχηματίστηκε μετά εξι αλλεπαλληλα προσφυγικά κύματα.
Προσφυγικά κύματα
- Το πρώτο κατά το διάστημα 1941-1944 όταν η περιοχή τελούσε υπό βουλγαρική κατοχή και επρόκειτο για πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Μοναστηρίου. Είχαν κατά κύριο λόγο φιλοβουλγαρικό προσανατολισμό και ήταν συνεργάτες των Γερμανών και των Βουλγάρων στη διάρκεια της Κατοχής.
- Το δεύτερο προσφυγικό κύμα τοποθετείται στα μέσα του 1944 έως τις αρχές του 1945 και επρόκειτο για αντάρτες του τάγματος Γκότση και του Πέγιοφ, αλλα και εκείνους που διέφυγαν μεσούσης της «λευκής τρομοκρατίας» στη διάρκεια του 1945.
- Το τρίτο κύμα μετοίκησε στη ΛΔΜ στα τέλη του 1946 και στις αρχές του 1947. Ηταν άτομα που κατάγονταν από την Ανατολική Μακεδονία και είχαν εγκατασταθεί στη Βουλγαρία κατά την Κατοχή ή άτομα που είχαν συναργαστεί με τις βουλγαρικές κατοχικές αρχές στην Ελλάδα και τα οποία φοβούμενα τα αντίποινα των ελληνικών ενόπλων ομάδων, είχαν ακολουθήσει τον βουλγαρικό στρατό μετά την αποχώρησή του απο την ελληνική επικράτεια και στη συνέχεια ματοίκησαν στη ΛΔΜ.
- Το τέταρτο κύμα αφορούσε στους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην ΛΔΜ κατά τα έτη 1947 και 1948, εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών που επικρατούσαν στην Ελλάδα του εμφυλίου πολέμου.
- Στο πέμπτο κύμα προσφυγων κατατάσσονταν οι «μακεδονικής εθνότητας μαχητές του ΔΣΕ» οι οποίοι διαφώνησαν με την τακτική του ΚΚΕ και την επίθεση της Κομινφόρμ στη Γιουγκοσλαβία και αποχώρησαν από την Ελλάδα τη διετία 1948-1949.
- Το έκτο προσφυγικό κύμα αφορούσε τους μαχητές του ΔΣΕ που κατέφυγαν στη ΛΔΜ μετά τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων. Στην έκθεση διευκρινίζεται ότι από τον συνολικό αριθμό των 28.595 ατόμων που κατέφυγαν σε γιουγκοσλαβικό έδαφος η συντριπτική πλειονότητα αυτών αποτελείτο από «Αιγαιάτες» και οι υπόλοιποι ήσαν Ελληνες. Ενα μεγάλο μέρος των τελευταίων, γύρω στους 4.000 αποχώρησαν απο τη γιουγκοσλαβική επικράτεια μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν με αποτέλεσμα να παραμείνουν στη Γιουγκοσλαβία 24.595 πρόσφυγες.
kathimerini.
Comments