ΠOΛITIΣMOΣ Hμερομηνία δημοσίευσης: 28-07-07
Εθνικός ύμνος από την ανάποδη
Το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη επί σκηνής στο Φεστιβάλ, από τον Μ. Μαρμαρινό
Του Βασ. Αγγελικοπουλου
Ο τίτλος έχει γίνει πασπαρτού πια, κάτι σαν το σεφερικό «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», αλλά ταυτόχρονα σημαίνει ένα από τα ελάχιστα κείμενα της σύγχρονης πεζογραφίας που θεωρούνται ήδη κλασικά: το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, «ένας εθνικός ύμνος από την ανάποδη για τη χώρα μας», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Ο ανήσυχος σκηνοθέτης που ανεβάζει τώρα στη σκηνή το αυτό κείμενο-οξύ (Δευτέρα και Τρίτη, Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260) με βασικούς συνεργάτες τους Δημήτρη Καμαρωτό μουσική, Κένι Μακλέλαν σκηνικά, Ντόρα Λελούδα κοστούμια, Βάλια Παπαχρήστου κίνηση και Ηλία Κωνσταντακόπουλο φωτισμοί.
Δεν αποτολμάται για πρώτη φορά, εδώ και στο εξωτερικό, η σκηνική απόδοση του πολυεπίπεδου κειμένου, είναι όμως μάλλον η πρώτη όπου υπάρχουν όλα τα εχέγγυα για μια εις βάθος προσέγγιση. Το αποδεικνύει και η συμμετοχή του ίδιου του συγγραφέα στο σύνολο των... 200 ατόμων που παίρνουν μέρος στο εγχείρημα. Και τα οποία θα σχηματίζουν μια μεγάλη ουρά μέσα και έξω από τη θεατρική αίθουσα. Ανάμεσά τους παλιοί και νέοι ηθοποιοί (πάνω από 20), δεκάδες ηρωικοί (μέσα σε συνθήκες καύσωνα) εθελοντές και, επίσης, μια παλιά δόξα του λαϊκού τραγουδιού, η Μπέμπα Μπλανς, σε μια απροσδόκητη εμφάνιση - όχι τραγουδιστική.
Συνεπαρμένος με το εγχείρημα, παρά την αναποδιά των καιρικών ακροτήτων, και συγκινημένος ο Μ. Μαρμαρινός με το δόσιμο των εθελοντών, εξηγεί ότι δεν θα υπάρχει καθόλου σκηνή. «Εχει ξηλωθεί αυτή που υπήρχε. Μόνο τα καθίσματα των θεατών έχουν μείνει. Η ουρά θα αρχίζει από έξω και θα διασχίζει την αίθουσα - μια φέτα της δηλαδή θα είναι μέσα, κι αυτή θα είναι η “σκηνή” μας. Αλλά ο θεατής θα παρακολουθεί ό, τι συμβαίνει σ’ ολόκληρη την ουρά μέσω μιας λάιβ κάμερας. Ο, τι δεν βλέπει το μάτι του, το βλέπει η κάμερα. Κι ό, τι βλέπει η κάμερα προβάλλεται στην αίθουσα. Η ουρά θα κινείται ελάχιστα, δεν παρελαύνει. Διάσπαρτοι στον κορμό της είναι όσοι θα πάρουν, με διάφορους τρόπους, ενεργότερο μέρος».
Τι τον έκανε να δει έτσι, μ’ αυτή την ουρά ανθρώπων, το ανέβασμα του έργου; «Δεν μπορείς να μιλήσεις για μια χώρα χωρίς τον απαραίτητο πληθυντικό. Χωρίς την έννοια ενός μεγάλου Χορού, ενός συνόλου ανθρώπων, επάνω στους οποίους διατυπώνονται οι νόμοι της ιστορίας, της κοινωνικότητας, της συλλογικής συμπεριφοράς, του είδους, του γένους... Αυτή την εικόνα είχα εξαρχής, πριν ακόμα μελετήσω προσεκτικότερα το κείμενο, και την είδα να επαληθεύεται διαρκώς όταν επέστρεψα σ’ αυτό – αλλά και μετά, στην πράξη. Μου είναι αδύνατο να φανταστώ πως θα μπορούσε να ανεβεί διαφορετικά αυτό το κείμενο».
Το οποίο τι σημαίνει γι’ αυτόν; «Είναι από τα κείμενα που θα ’θελα να ξέρουν όλοι οι Ελληνες - κάτι σαν την Αγιά Σοφιά, τόσο βασικό το θεωρώ. Από πολλές απόψεις. Και κυρίως γιατί έχει εμβριθήσει σ’ αυτό που λέμε “σκιά του έθνους”. Οχι στις φωτεινές πλευρές του, αλλά στις ζοφερές. Νομίζω ότι όσο καλύτερα γνωρίζουμε τη ζοφερή πλευρά μας τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να ολοκληρωθούμε. Από τη γνώση της σκοτεινής πλευράς έρχεται η παραδοχή -να παραδεχτούμε κάποιες πλευρές που έχουμε και που μας ταλανίζουν-, η αυτογνωσία, η αυτοπεποίθηση -γιατί και η αυτοπεποίθηση μας λείπει σαν έθνος. Αυτό το κείμενο είναι ένας ανάποδος εθνικός ύμνος για τη χώρα. Αλλά ταυτόχρονα της ανήκει και είναι πολιτισμός της. Αφού κατορθώνει τα ζοφερά στοιχεία της χώρας, αυτά που έχουν ταλαιπωρήσει και πονέσει τους ανθρώπους της, να τα μετατρέψει σε τέχνη - και μάλιστα τέχνη με λάμψη».
Διαρκής επικαιρότητα
Ενα άλλο στοιχείο που αποδεικνύει κλασικό το κείμενο αυτό «είναι η διαρκής και διακαής επικαιρότητά του», παρατηρεί. «Πάνε 30 χρόνια από την έκδοσή του και νομίζεις ότι γράφτηκε για τα χτεσινά επεισόδια, τις χτεσινές φωτιές, τη χτεσινή πολιτική διαφθορά, τόσο δίπλα μας είναι. Πράγμα που δείχνει, δυστυχώς, και πόσο αργά εξελισσόμαστε -αν εξελισσόμαστε καθόλου- σε επίπεδο πολιτικής σκέψης, άσε δε πολιτικής πρακτικής. Το μεγαλείο του όμως είναι ότι αυτή τη διαρκή επικαιρότητα που έχει κατορθώνει να την αναγάγει σε επίπεδο πανανθρώπινο -νομίζεις ότι αναφέρεται στην ανθρώπινη εμπειρία συνολικά πια. Αυτό είναι το σπουδαίο επίτευγμα του Δημητριάδη, γιατί όταν μιλάει κανείς τόσο βαθιά προσωπικά, εκεί μιλάει πια μια συλλογική γλώσσα που αφορά το σύνολο. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το κείμενο το έχουν ανακαλύψει πάρα πολλοί ξένοι».
Γι’ αυτό του αρέσει η σκέψη ότι η παράσταση «ίσως υποβάλει ένα “διαβάστε με” σε κάποιους από τους θεατές της», να τους κάνει δηλαδή να διαβάσουν το βιβλίο. «Εμένα ένα τέτοιο κείμενο και ο δημιουργός του», λέει, «με κάνουν περήφανο να ζω σε μια χώρα η οποία πεθαίνει, αλλά έχει τον Δημητριάδη, έχει κάποιους άλλους...».
πηγη καθημερινή.
Εθνικός ύμνος από την ανάποδη
Το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη επί σκηνής στο Φεστιβάλ, από τον Μ. Μαρμαρινό
Του Βασ. Αγγελικοπουλου
Ο τίτλος έχει γίνει πασπαρτού πια, κάτι σαν το σεφερικό «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», αλλά ταυτόχρονα σημαίνει ένα από τα ελάχιστα κείμενα της σύγχρονης πεζογραφίας που θεωρούνται ήδη κλασικά: το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, «ένας εθνικός ύμνος από την ανάποδη για τη χώρα μας», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Ο ανήσυχος σκηνοθέτης που ανεβάζει τώρα στη σκηνή το αυτό κείμενο-οξύ (Δευτέρα και Τρίτη, Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260) με βασικούς συνεργάτες τους Δημήτρη Καμαρωτό μουσική, Κένι Μακλέλαν σκηνικά, Ντόρα Λελούδα κοστούμια, Βάλια Παπαχρήστου κίνηση και Ηλία Κωνσταντακόπουλο φωτισμοί.
Δεν αποτολμάται για πρώτη φορά, εδώ και στο εξωτερικό, η σκηνική απόδοση του πολυεπίπεδου κειμένου, είναι όμως μάλλον η πρώτη όπου υπάρχουν όλα τα εχέγγυα για μια εις βάθος προσέγγιση. Το αποδεικνύει και η συμμετοχή του ίδιου του συγγραφέα στο σύνολο των... 200 ατόμων που παίρνουν μέρος στο εγχείρημα. Και τα οποία θα σχηματίζουν μια μεγάλη ουρά μέσα και έξω από τη θεατρική αίθουσα. Ανάμεσά τους παλιοί και νέοι ηθοποιοί (πάνω από 20), δεκάδες ηρωικοί (μέσα σε συνθήκες καύσωνα) εθελοντές και, επίσης, μια παλιά δόξα του λαϊκού τραγουδιού, η Μπέμπα Μπλανς, σε μια απροσδόκητη εμφάνιση - όχι τραγουδιστική.
Συνεπαρμένος με το εγχείρημα, παρά την αναποδιά των καιρικών ακροτήτων, και συγκινημένος ο Μ. Μαρμαρινός με το δόσιμο των εθελοντών, εξηγεί ότι δεν θα υπάρχει καθόλου σκηνή. «Εχει ξηλωθεί αυτή που υπήρχε. Μόνο τα καθίσματα των θεατών έχουν μείνει. Η ουρά θα αρχίζει από έξω και θα διασχίζει την αίθουσα - μια φέτα της δηλαδή θα είναι μέσα, κι αυτή θα είναι η “σκηνή” μας. Αλλά ο θεατής θα παρακολουθεί ό, τι συμβαίνει σ’ ολόκληρη την ουρά μέσω μιας λάιβ κάμερας. Ο, τι δεν βλέπει το μάτι του, το βλέπει η κάμερα. Κι ό, τι βλέπει η κάμερα προβάλλεται στην αίθουσα. Η ουρά θα κινείται ελάχιστα, δεν παρελαύνει. Διάσπαρτοι στον κορμό της είναι όσοι θα πάρουν, με διάφορους τρόπους, ενεργότερο μέρος».
Τι τον έκανε να δει έτσι, μ’ αυτή την ουρά ανθρώπων, το ανέβασμα του έργου; «Δεν μπορείς να μιλήσεις για μια χώρα χωρίς τον απαραίτητο πληθυντικό. Χωρίς την έννοια ενός μεγάλου Χορού, ενός συνόλου ανθρώπων, επάνω στους οποίους διατυπώνονται οι νόμοι της ιστορίας, της κοινωνικότητας, της συλλογικής συμπεριφοράς, του είδους, του γένους... Αυτή την εικόνα είχα εξαρχής, πριν ακόμα μελετήσω προσεκτικότερα το κείμενο, και την είδα να επαληθεύεται διαρκώς όταν επέστρεψα σ’ αυτό – αλλά και μετά, στην πράξη. Μου είναι αδύνατο να φανταστώ πως θα μπορούσε να ανεβεί διαφορετικά αυτό το κείμενο».
Το οποίο τι σημαίνει γι’ αυτόν; «Είναι από τα κείμενα που θα ’θελα να ξέρουν όλοι οι Ελληνες - κάτι σαν την Αγιά Σοφιά, τόσο βασικό το θεωρώ. Από πολλές απόψεις. Και κυρίως γιατί έχει εμβριθήσει σ’ αυτό που λέμε “σκιά του έθνους”. Οχι στις φωτεινές πλευρές του, αλλά στις ζοφερές. Νομίζω ότι όσο καλύτερα γνωρίζουμε τη ζοφερή πλευρά μας τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να ολοκληρωθούμε. Από τη γνώση της σκοτεινής πλευράς έρχεται η παραδοχή -να παραδεχτούμε κάποιες πλευρές που έχουμε και που μας ταλανίζουν-, η αυτογνωσία, η αυτοπεποίθηση -γιατί και η αυτοπεποίθηση μας λείπει σαν έθνος. Αυτό το κείμενο είναι ένας ανάποδος εθνικός ύμνος για τη χώρα. Αλλά ταυτόχρονα της ανήκει και είναι πολιτισμός της. Αφού κατορθώνει τα ζοφερά στοιχεία της χώρας, αυτά που έχουν ταλαιπωρήσει και πονέσει τους ανθρώπους της, να τα μετατρέψει σε τέχνη - και μάλιστα τέχνη με λάμψη».
Διαρκής επικαιρότητα
Ενα άλλο στοιχείο που αποδεικνύει κλασικό το κείμενο αυτό «είναι η διαρκής και διακαής επικαιρότητά του», παρατηρεί. «Πάνε 30 χρόνια από την έκδοσή του και νομίζεις ότι γράφτηκε για τα χτεσινά επεισόδια, τις χτεσινές φωτιές, τη χτεσινή πολιτική διαφθορά, τόσο δίπλα μας είναι. Πράγμα που δείχνει, δυστυχώς, και πόσο αργά εξελισσόμαστε -αν εξελισσόμαστε καθόλου- σε επίπεδο πολιτικής σκέψης, άσε δε πολιτικής πρακτικής. Το μεγαλείο του όμως είναι ότι αυτή τη διαρκή επικαιρότητα που έχει κατορθώνει να την αναγάγει σε επίπεδο πανανθρώπινο -νομίζεις ότι αναφέρεται στην ανθρώπινη εμπειρία συνολικά πια. Αυτό είναι το σπουδαίο επίτευγμα του Δημητριάδη, γιατί όταν μιλάει κανείς τόσο βαθιά προσωπικά, εκεί μιλάει πια μια συλλογική γλώσσα που αφορά το σύνολο. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το κείμενο το έχουν ανακαλύψει πάρα πολλοί ξένοι».
Γι’ αυτό του αρέσει η σκέψη ότι η παράσταση «ίσως υποβάλει ένα “διαβάστε με” σε κάποιους από τους θεατές της», να τους κάνει δηλαδή να διαβάσουν το βιβλίο. «Εμένα ένα τέτοιο κείμενο και ο δημιουργός του», λέει, «με κάνουν περήφανο να ζω σε μια χώρα η οποία πεθαίνει, αλλά έχει τον Δημητριάδη, έχει κάποιους άλλους...».
πηγη καθημερινή.
Comments