Μπάρακ Ομπάμα: Ο νέος Κένεντι
Εκπλήσσουν οι ομοιότητες μεταξύ του υποψηφίου των Δημοκρατικών για το προεδρικό χρίσμα και του προέδρου-θρύλου των ΗΠΑ

Του Ted Sorensen*/ The Guardian

Εκ πρώτης όψεως, ο υποψήφιος για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών του 1960, Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, ο πολυεκατομμυριούχος ήρωας πολέμου, για τον οποίο εργάσθηκα για 11 εκπληκτικά χρόνια- δεν μοιάζει σε τίποτα με τον γερουσιαστή Μπάρακ Ομπάμα. Πώς ορίζεται, όμως, αυτή η διαφορετικότητα; Αν εξαιρέσουμε τη διαφορετική ιστορική περίοδο, τις άλλες ανησυχίες και τους διαφορετικούς εκλέκτορες, οι ομοιότητες μεταξύ των δύο υποψηφίων προκαλούν έκπληξη.

Κοινά... μειονεκτήματα

Πριν από πενήντα χρόνια, ο Κένεντι και εγώ ταξιδέψαμε στις 50 πολιτείες των ΗΠΑ, αναζητώντας το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Κένεντι, όπως και ο Ομπάμα, ήταν «πρωτοετής» γερουσιαστής και δεν είχε κλείσει το 40ο έτος της ηλικίας του. Την εποχή εκείνη, οι πολιτικοί αναλυτές της Ουάσιγκτον θεωρούσαν ότι ο Κένεντι είχε δύο αξεπέραστα μειονεκτήματα. Το πρώτο ήταν η έλλειψη εμπειρίας, ιδιαίτερα όταν τον συνέκριναν με τους πολιτικούς «γερόλυκους» που αναζητούσαν το χρίσμα (Λίντον Τζόνσον, Αντλάι Στίβενσον, Χιούμπερτ Χάμφρι). Ο Κένεντι γνώριζε ότι η ηλικία και η απειρία του θα αποθάρρυναν ορισμένους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών. Αντίστοιχη αντιμετώπιση επιφυλάσσουν σήμερα πολλοί ψηφοφόροι στον Ομπάμα.

Το δεύτερο μεγάλο πρόσκομμα του Κένεντι ήταν η πολιτική κληρονομιά του. Πολλοί έλεγαν ότι ο Κένεντι έχασε την ευκαιρία του να γίνει πρόεδρος την ημέρα που γεννήθηκε, αφού ήταν ρωμαιοκαθολικός. Η ταπεινωτική ήττα του μόνου καθολικού προεδρικού υποψηφίου των ΗΠΑ, του δημοφιλούς κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Αλ Σμιθ, το 1928 είχε πείσει τους ηγέτες του κόμματος ότι το πείραμα αυτό δεν θα πετύχαινε ποτέ. Ανάλογες -κρυφά ρατσιστικές- απόψεις (όπως: «η χώρα δεν είναι έτοιμη για έναν μαύρο πρόεδρο», κ.λπ.) πρέπει να ακούει κάθε ημέρα και ο Μπάρακ Ομπάμα.

Ακόμη και ορισμένα ηγετικά στελέχη της Καθολικής Εκκλησίας, αντέδρασαν στην υποψηφιότητα Κένεντι, θεωρώντας ότι ο νεαρός υποψήφιος «δεν ήταν αρκετά Καθολικός», αφού είχε φοιτήσει σε κοσμικά σχολεία και υποστήριζε τον αυστηρό διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους. Σήμερα ηγετικές μορφές της κοινότητας των Αφροαμερικανών των ΗΠΑ εκφράζουν δισταγμούς στην υποστήριξή τους προς τον Μπάρακ Ομπάμα, ίσως επειδή η υποψηφιότητά του θα τους στερούσε τα φώτα της δημοσιότητας.

Ο Κένεντι, όμως, πέτυχε να μεταβάλει τις επικρατούσες απόψεις, αποδεικνύοντας ότι ο πολιτικός του λόγος ήταν λιγότερο διχαστικός από εκείνον του Χάμφρεϊ. Ο Ομπάμα έχει ακόμη περιθώριο να αποδείξει το ίδιο.

Φήμη και προσωπικότητα

Εκτός από τις ομοιότητες στα μειονεκτήματά τους, οι δύο άνδρες μοιράζονται και μεγάλο αριθμό κοινών στοιχείων. Και οι δύο φοίτησαν στο Χάρβαρντ, ενώ και οι δύο απέκτησαν ξαφνική φήμη, ύστερα από την ομιλία τους σε συνέδριο των Δημοκρατικών: ο Κένεντι το 1956 και ο Ομπάμα το 2004. Και οι δύο απασχόλησαν την κοινή γνώμη, χάρη στα διορατικά και «ευπώλητα» βιβλία τους: «Πορτρέτα Θάρρους», Κένεντι 1956 και «Η Τόλμη της Ελπίδας», Ομπάμα 2006. Και οι δύο άνδρες ξεχώρισαν σαν νέα, όμορφα πρόσωπα, που προσέλκυαν μεγαλύτερα και νεότερα πλήθη, φαινόμενο το οποίο ο πολιτικός κόσμος της Ουάσιγκτον δεν συνειδητοποίησε παρά πολύ αργότερα.

Οι ομιλίες του Κένεντι στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και νωρίτερα, όπως αυτές του Ομπάμα στις αρχές του 2007, έδιναν έμφαση στην ελπίδα, την αποφασιστικότητα, τη δυσαρέσκεια με το κατεστημένο και την πίστη στη σοφία του αμερικανικού εκλογικού σώματος. Ενσωματώνοντας προσεκτικά επιλεγμένες ιστορικές και ποιητικές αναφορές στους λόγους τους, κανείς από τους δύο δεν μιλά «αφ’ υψηλού» στον αμερικανικό λαό.

Σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, και οι δύο υποψήφιοι τονίζουν τον κρίσιμο ρόλο της πολυσυλλεκτικής δημοκρατίας και την ανάγκη ανόρθωσης του διεθνούς κύρους και της ηθικής υπόστασης των ΗΠΑ. Και οι δύο προειδοποίησαν για τους κινδύνους εξωτερικών πολέμων: ο Κένεντι με αφορμή την σκληρή προσωπική του εμπειρία στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Ομπάμα χάρη στα βιώματα του σε διάφορες υποβαθμισμένες περιοχές του πλανήτη. Η μεγαλύτερη συνάφεια των δύο ανδρών ίσως να εντοπίζεται, όμως, στο ότι κήρυξαν την «πολιτική της ελπίδας», καταδικάζοντας παράλληλα την «πολιτική του φόβου», που χαρακτήρισε τη ρητορική των Ρεπουμπλικανών αντιπάλων τους και τις δύο ιστορικές περιόδους. Το 1960 και νωρίτερα, κυνικοί και απαισιόδοξοι δήλωναν ότι ένας πυρηνικός πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, όπως αναπόφευκτο θεωρούν πολλοί σήμερα τον ατελέσφορο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Η ελπίδα νίκησε, όμως, στα 1960, όπως είμαι σίγουρος ότι θα κάνει και το 2008.

Υστερα από οκτώ χρόνια στην προεδρική αντιπολίτευση, οι Δημοκρατικοί του 1960, όπως και οι σύγχρονοι απόγονοί τους, αναζητούσαν έναν νικητή, τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Τζον Κένεντι, παρά τα πολλά μειονεκτήματά του. Ο πρόεδρος Κένεντι απέδειξε στο θέμα της νομοθεσίας για τα φυλετικά δικαιώματα, στην κρίση των πυραύλων της Κούβας, στην κούρσα για το διάστημα και σε άλλα ζητήματα, ότι η επιτυχία εξαρτάται από το προσωπικό θάρρος, τη φαντασία, την ορθή κρίση και τις ηγετικές ικανότητες, που είχε επιδείξει στην προεκλογική του εκστρατεία. Πιστεύω ότι ο Ομπάμα θα κάνει το ίδιο.

*Ο Τεντ Σόρενσεν υπήρξε ειδικός σύμβουλος του προέδρου Κένεντι, συντάκτης προεδρικών λόγων και -σύμφωνα με τον ίδιο τον Κένεντι- «διανοητική τράπεζα αίματος» του προέδρου.
kathimerini.

Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc

«Η Ελλάδα αισθάνεται αποκλεισμένη»